Απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους

30 Σεπτεμβρίου 2007
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η καταγγελία της συμβάσεως 
εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και του 
εργοδότη και για την άσκησή της δεν απαιτείται κάποια αιτιολογία. 
Όμως η άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη δεν είναι 
απεριόριστη και ανέλεγκτη, και αν η καταγγελία έγινε καταχρηστικά 
είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε. Σε τέτοια περίπτωση ο 
εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και 
να καταβάλει τους μισθούς του. Εξάλλου, εάν οι απολύσεις 
οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, 
είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της 
επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών 
που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις 
οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να 
ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχείρησης 
δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται όμως αφενός ο αιτιώδης 
σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου 
εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετωπίσεως των προβλημάτων 
της επιχειρήσεως και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω 
εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να 
πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή 
επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, ο 
εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των 
εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και 
είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητος προσόντων και 
υπηρεσιακής αποδόσεως, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει 
τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητος, της ηλικίας, 
της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού, της αποδοτικότητας 
και τη δυνατότητα εξεύρεσης από αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να 
προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή 
του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερης εκείνης που αυτός κατείχε, 
εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και 
ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή. 
Πηγή: 573/2007 απόφαση Αρείου Πάγου 

Σημαντικές αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των ανωνύμων εταιριών

30 Αυγούστου 2007

H δυναμική των εξελίξεων στους τομείς των εταιριών, της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού επέβαλαν την προσαρμογή του ισχύοντος νομικού πλαισίου για τις ανώνυμες εταιρίες στα νέα δεδομένα λειτουργίας των αγορών και στο διεθνή ανταγωνισμό.

Έτσι ο νόμος του έτους 1920 περί ανωνύμων εταιριών αναμορφώθηκε πλήρως ώστε να εναρμονιστεί με το κοινοτικό δίκαιο γενικότερα και ειδικότερα με την Οδηγία 2006/68/ΕΚ σχετικά με τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της και εν μέρει με την Οδηγία 2003/58/ΕΚ σχετικά με απαιτήσεις δημοσιότητας και β) με την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των λοιπών διοικητικών δικαστηρίων επί διαφόρων θεμάτων, μεταξύ των οποίων και η μορφή του καταστατικού των ανωνύμων εταιριών.

Επίσης, εισήχθησαν νέοι θεσμοί, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης που διευρύνουν τις εταιρικές δυνατότητες, εκσυγχρονίζουν και διευκολύνουν τη λειτουργία ανωνύμων εταιριών.

Τις αλλαγές αυτές από καιρό ανέμενε η επιχειρηματική κοινότητα και οι εμπλεκόμενοι φορείς, ώστε να διευκολυνθεί και να απλοποιηθεί το εταιρικό γίγνεσθαι.

Τα πλεονεκτήματα του νέου νόμου, είναι τα εξής:

– Πρώτον, μειώνεται δραστικά η διοικητική παρέμβαση στη σύσταση και τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρίας. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες στον ευρωπαϊκό χώρο, που διατηρεί τη διοικητική κηδεμονία και εποπτεία της ανώνυμης εταιρίας, η οποία με το νέο νόμο περιορίζεται. Άρα μειώνονται δραστικά τα γραφειοκρατικά εμπόδια και οι καθυστερήσεις.

– Δεύτερον, καταβάλλεται μέριμνα για την ενίσχυση της θέσης των μετόχων. Η ενίσχυση της θέσης των μετόχων αποτελεί κίνητρο επενδύσεων και δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης στην αγορά. Η ενίσχυση όμως δεν είναι απότομη και έντονη, διότι διαφορετικά θα ελλόχευε ο κίνδυνος ανατροπής ισορροπιών και προσδοκιών στις επιχειρήσεις, με δυσμενή αποτελέσματα. Αντιθέτως, είναι απόλυτα σταθμισμένη με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία.

– Τρίτον, διευρύνονται τα περιθώρια καταστατικών διαμορφώσεων. Τούτο σημαίνει ότι δίνεται η δυνατότητα στους μετόχους να διαμορφώνουν ελεύθερα κάποια επιμέρους θέματα στο καταστατικό ή να προβλέπουν διαφορετικές ρυθμίσεις στο καταστατικό από ορισμένα αναφερόμενα στον νόμο.

– Τέταρτον, εισάγονται ρυθμίσεις που διευκολύνουν τις επιχειρηματικές επιλογές των ενδιαφερομένων ή απλοποιούν τη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα ίδρυσης μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας, η αύξηση των δυνατοτήτων έκδοσης προνομιούχων μετοχών και η αναμόρφωση της διαδικασίας μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου.

– Πέμπτον, αναθεωρούνται ορισμένα μείζονος σημασίας ζητήματα του δικαίου των ανωνύμων εταιριών και ρυθμίζονται επιμέρους ζητήματα. Τέτοια ζητήματα, για παράδειγμα, αποτελούν το καθεστώς ευθύνης του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και το καθεστώς ακυρότητας ή ακυρωσίας των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, τα οποία αναθεωρούνται, διευκρινίζονται και εκσυγχρονίζονται.

Αναλυτικότερα με βάση τους παραπάνω άξονες, οι σημαντικότερες καινοτομίες του νέου νόμου περί ανωνύμων εταιριών, είναι οι ακόλουθες:

1. Δεν απαιτείται έλεγχος νομιμότητας από τη Διοίκηση για τη σύσταση ή την τροποποίηση του καταστατικού εταιριών με μετοχικό κεφάλαιο μέχρι 3 εκατ. ευρώ, δηλαδή του μεγαλύτερου αριθμού ανωνύμων εταιριών και άρα επιταχύνονται σε σημαντικό βαθμό οι σχετικές εγκρίσεις, όπως για παράδειγμα η έγκριση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.

2. Επιτρέπεται πλέον η ίδρυση ανώνυμης εταιρίας μόνο από ένα μέτοχο, δυνατότητα που υπήρχε ήδη σε δίκαια άλλων κρατών μελών.

3. Το καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας μπορεί να έχει πλέον μορφή απλούστερη εκείνης που είχε μέχρι σήμερα, όπου γινόταν επανάληψη των διατάξεων του νόμου.

4. Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν στη νομοθεσία ευρωπαϊκών και μη χωρών, αυξάνονται οι δυνατότητες έκδοσης προνομιούχων μετοχών (με ή χωρίς ψήφο) και διευκρινίζονται ζητήματα μετατροπής τους σε κοινές, με δήλωση του μετόχου ή με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εισαγωγή προνομιούχων μετοχών με προτεραιότητα συμμετοχής σε κέρδη «από ορισμένη εταιρική δραστηριότητα» (tracking shares).

5. Αλλάζει η διαδικασία μείωσης του κεφαλαίου, καθώς δεν χρειάζεται πλέον η έκθεση ορκωτού ελεγκτή, κάτι που εξισορροπείται στην πράξη με τη ρητή πρόβλεψη αυστηρότερων και ευκρινέστερων προϋποθέσεων ως προς τη διαδικασία της μείωσης.

6. Η εκτίμηση των εταιρικών εισφορών σε είδος θα μπορεί να γίνεται και από ορκωτούς ελεγκτές ή μέλη του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών και όχι μόνο από την επιτροπή του άρθρου 9.

7. Επίσης, λόγω της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2006/68/ΕΚ, προβλέπονται πλέον εξαιρέσεις στην ανάγκη εκτίμησης των εισφορών σε είδος, όταν τα εισφερόμενα (π.χ. εισηγμένες μετοχές) έχουν αγοραία αξία που μπορεί να εκτιμηθεί με συγκεκριμένους κανόνες.

8. Επιτρέπεται να εξουσιοδοτεί η γενική συνέλευση, που αποφασίζει αύξηση κεφαλαίου, το διοικητικό συμβούλιο να προσδιορίσει αυτό την τιμή έκδοσης των νέων μετοχών, πράγμα που διευκολύνει τη διαδικασία του βιβλίου προσφορών (book building).

9. Σε περιπτώσεις αύξησης κεφαλαίου εν μέρει σε μετρητά και εν μέρει με εισφορές σε είδος, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να ορισθεί ότι ο καταβάλλων είδος (όπως, για παράδειγμα, ακίνητα) δεν έχει δικαίωμα προτιμήσεως στο τμήμα που καταβάλλεται σε μετρητά.

10. Αναμορφώνεται, σε σημαντικό βαθμό, η σχετική ρύθμιση για το δικαίωμα προαίρεσης απόκτησης μετοχών που μπορεί να χορηγηθεί σε εργαζομένους με στόχο την ενδυνάμωση της δυνατότητας των εργαζομένων να αποκτούν μετοχές στην εταιρία και την ευκρινέστερη αποτύπωση των σχετικών όρων απόκτησης μετοχών από τους εργαζόμενους.

11. Προβλέπεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα έκδοσης «εξαγοράσιμων» από την εταιρία μετοχών («redeemable shares»).

12. Αναμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό το άρθρο για τις ίδιες μετοχές. Πρώτον, χορηγείται γενική δυνατότητα (υπό όρους) απόκτησης μέχρι του 1/10 του κεφαλαίου, όπως προβλέπεται από την «δεύτερη» οδηγία, που δεν είχε εισαχθεί στο σημείο αυτό στο ελληνικό δίκαιο. Δεύτερον, καταργείται η ειδική περίπτωση απόκτησης μετοχών για στήριξη της χρηματιστηριακής αξίας, που μπορεί να συνιστά χειραγώγηση της αγοράς και ταυτόχρονα εισάγονται οι επιτρεπόμενες από την ενσωματούμενη Οδηγία 2006/68/ΕΚ δυνατότητες παροχής δανείων, πιστώσεων και εγγυήσεων.

13. Προβλέπεται, για πρώτη φορά, ότι το καταστατικό μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις για τη σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου.

14. Επιτρέπεται η εκλογή του διοικητικού συμβουλίου μέσω διαδικασίας ψηφοδελτίου, ώστε να μπορεί να εκπροσωπηθεί και η μειοψηφία.

15. Επιτρέπεται να εκλέγονται αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, αν το προβλέπει το καταστατικό.

16. Εισάγεται η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης τόσο για το διοικητικό συμβούλιο, όσο και για τη γενική συνέλευση και διευκολύνεται η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου με αλλοδαπούς συμβούλους.

17. Επιτρέπεται οι μέτοχοι να συμμετέχουν στη γενική συνέλευση και να ψηφίζουν «εξ αποστάσεως», επίσης αίτημα της εποχής μας.

18. Εισάγεται η δυνατότητα πρακτικών «δια περιφοράς» τόσο για το διοικητικό συμβούλιο, όσο και για τη γενική συνέλευση (για εισηγμένες).

19. Αναμορφώνεται το απηρχαιωμένο καθεστώς ευθύνης του διοικητικού συμβουλίου, καθώς αντικαθίσταται το κριτήριο του «συνετού οικογενειάρχη» με εκείνο του «συνετού επιχειρηματία», αντικαθίσταται η ειδική ευθύνη του διευθύνοντος συμβούλου με διαβάθμιση της ευθύνης ανάλογα με «τη θέση του κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί» (τούτο αποσαφηνίζει και την ευθύνη των τυχόν «μη εκτελεστικών» μελών), και εισάγεται ο κανόνας της επιχειρηματικής κρίσης («business judgment rule»). Ορίζεται επίσης ότι τις ίδιες ευθύνες φέρουν και τα μη μέλη του διοικητικού συμβουλίου στα οποία έχουν παραχωρηθεί εξουσίες (π.χ. γενικοί διευθυντές).

20. Ρυθμίζονται, με ελαστικότερο τρόπο, τα ζητήματα που αφορούν στον τόπο συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης. Για μη εισηγμένες εταιρίες επιτρέπεται να προβλέπεται από το καταστατικό τόπος συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης οπουδήποτε στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, καθιστώντας πιο ανταγωνιστική την ελληνική ανώνυμη εταιρία.

21. Επιτρέπεται στην πρόσκληση της γενικής συνέλευσης να καθορίζεται απευθείας ο τόπος και ο χρόνος της πρώτης επαναληπτικής, για την περίπτωση μη επίτευξης απαρτίας (αντίστοιχα και για την δεύτερη, επί εκτάκτων γενικών συνελεύσεων). Έτσι αποφεύγονται νεότερες δημοσιεύσεις και έξοδα για τις εταιρίες.

22. Επανακαθορίζεται ο τρόπος απόδειξης της μετοχικής ιδιότητας και διευκρινίζεται ο τρόπος έκδοσης των μετοχικών τίτλων και μεταβίβασης αυτών.

23. Αναμορφώνεται το καθεστώς της ακυρότητας ή ακυρωσίας των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης. Εισάγονται νέες διατάξεις, που έχουν ληφθεί ιδίως από το ιταλικό δίκαιο (νόμος του 2003). Η ακυρωσία επιφυλάσσεται στις αποφάσεις που έχουν ληφθεί κατά τρόπο αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό ή από συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. Η ακυρότητα όμως πλήττει ειδικά και την περίπτωση που η γενική συνέλευση έλαβε αποφάσεις χωρίς να έχει υπάρξει καθόλου πρόσκληση. Με την ευκαιρία διευκρινίζεται νομοθετικά το ζήτημα της ανυπόστατης γενικής συνέλευσης, ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει σημαντικές δυσκολίες στην πράξη.

24. Αναμορφώνεται το σύστημα επιτρεπτού των συμβάσεων της εταιρίας με μέλη του διοικητικού συμβουλίου κλπ με τις ακόλουθες, ιδίως, καινοτομίες: Πρώτον, τα δάνεια, πιστώσεις και εγγυήσεις επιτρέπονται πλέον σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για την εξυπηρέτηση ορισμένων συναλλαγών με αυστηρές προϋποθέσεις. Δεύτερον, οι λοιπές συμβάσεις με μέλη διοικητικού συμβουλίου κλπ μπορούν να εγκριθούν και εκ των υστέρων και όχι μόνο εκ των προτέρων, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, αλλά με δυνατότητα μικρής μειοψηφίας να αντιταχθεί. Τρίτον, το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει τις απαγορεύσεις και σε άλλα πρόσωπα.

25. Αναμορφώνονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας με την προσθήκη του δικαιώματος της μειοψηφίας να προσθέσει θέμα στην ημερήσια διάταξη ήδη συγκληθείσας γενικής συνέλευσης (δικαίωμα όμως που γινόταν ήδη ερμηνευτικά δεκτό).

26. Μειώνονται για ορισμένα θέματα τα ποσοστά για την άσκηση των δικαιωμάτων μειοψηφίας ή για ενέργειες, όπως ακύρωση απόφασης γενικής συνέλευσης και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι το δικαίωμα πληροφοριών σε σχέση με την εκτίμηση των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης που ανήκε στο 1/20 του κεφαλαίου, θα είναι πλέον ατομικό για κάθε μέτοχο, διάταξη πράγματι πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα.

27. Τροποποιούνται ριζικά οι τρόποι λύσης της ανώνυμης εταιρίας. Καταργείται το σύστημα της ανάκλησης της άδειας σύστασης από τη Διοίκηση και εισάγεται ο θεσμός της δικαστικής λύσης, που μπορεί να γίνει είτε για λόγους που κυρίως αφορούν την μη καταβολή ή την απώλεια του κεφαλαίου εάν η συνέχιση της εταιρίας αποβαίνει αδύνατη για τον αιτούντα, που αφορά μόνο τις μη εισηγμένες. Στην περίπτωση αυτή όμως μπορεί να παρέμβουν άλλοι μέτοχοι και να ζητήσουν την εξαγορά των μετοχών του αιτούντος.

28. Προβλέπεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα εξαγοράς των μετοχών της μειοψηφίας για διάφορους λόγους και δίδεται δυνατότητα διεύρυνσης στο καταστατικό των λόγων εξαγοράς των μετοχών της μειοψηφίας από την εταιρία, μετά από αίτηση της πρώτης, σε μια προσπάθεια να δοθούν λύσεις σε επιχειρηματικά αδιέξοδα. Μπορεί έτσι να ζητηθεί η εξαγορά μετοχών, εάν η γενική συνέλευση έλαβε ορισμένες βλαπτικές για τη μειοψηφία αποφάσεις, ή για άλλους λόγους που ορίζονται στο καταστατικό (μη εισηγμένες εταιρίες) ή από τον κατά 95% πλειοψηφούντα μέτοχο («sell-out»). Δίδεται επίσης η δυνατότητα του κατά 95% πλειοψηφούντος μετόχου να ζητήσει την εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας («squeeze-out»).

29. Αναμορφώνονται και εκσυγχρονίζονται οι διατάξεις για τον τακτικό έλεγχο της εταιρίας από ελεγκτές. Οι «μικρές» ανώνυμες εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 1 εκατ. ευρώ δεν υπόκεινται σε έλεγχο, ενώ, εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών από 1 εκατ. έως 5 εκατ. ευρώ ελέγχονται από Ελεγκτές – Πτυχιούχους Ανωτάτων Σχολών, κατόχους άδειας επαγγέλματος Λογιστή – Φοροτεχνικού Α΄ Τάξεως, που είναι μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Οι εταιρείες που υπερβαίνουν τα όρια αυτά ελέγχονται από Ορκωτούς Λογιστές – Ελεγκτές. Τα παραπάνω όρια μπορούν να αναπροσαρμόζονται με Υπουργική Απόφαση. Επίσης, προβλέπεται ότι, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομίας & Οικονομικών και Ανάπτυξης, θα καθορισθούν οι διαδικασίες και οι λεπτομέρειες των ελέγχων.

30. Αναμορφώνεται σε ένα βαθμό το δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών (μετατροπών και συγχωνεύσεων) το οποίο όμως πρόκειται να αναμορφωθεί συνολικά, με αφορμή την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της πρόσφατης οδηγίας για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.

α) Θεσπίζεται ρυθμιστικό πλαίσιο για τη μετατροπή ανώνυμης εταιρίας σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, ώστε να μην υπάρχουν σχετικά αμφισβητήσεις,

β) επιταχύνεται η διαδικασία συγχώνευσης, καθώς δεν απαιτείται πλέον να περάσει δίμηνο από τη δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης μέχρι την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης,

γ) το μη δίκαιο της σχέσης ανταλλαγής στη συγχώνευση ή τη διάσπαση δεν θεωρείται πλέον λόγος για ακύρωση της όλης συγχώνευσης, αλλά ως πρόβλημα διαχωρίζεται και αποτελεί αντικείμενο αξίωσης αποζημίωσης του μετόχου, ενώ η συγχώνευση προχωρεί και

δ) προβλέπεται η μεταβίβαση των διοικητικών αδειών.


Αποκατάσταση ζημίας μετόχου (μειοψηφίας) από ενέργειες του Δ.Σ. της Α.Ε.

31 Ιουλίου 2007

Πρόσφατα κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ1298/06) ότι δικαιούται αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο μέτοχος του οποίου το δικαίωμα να συμμετέχει σε μια οικονομικά εύρωστη εταιρία, προσβλήθηκε άμεσα από δόλιες ενέργειες του Δ.Σ. της εταιρίας, το οποίο ελεγχόταν όπως και η γενική συνέλευση από την πλειοψηφία των μετόχων. Στην περίπτωση που κρίθηκε, τα γεγονότα έχουν ως εξής: η Α.Ε. της οποίας μέτοχος κατά 16% ήταν ο θιγόμενος είχε ως κύριο περιουσιακό στοιχείο το 40% μιας δεύτερης Α.Ε., η οποία επρόκειτο να εισαχθεί στο χρηματιστήριο και για το λόγο αυτό ήταν απολύτως αναμενόμενη μεγάλη αύξηση της πραγματικής αξίας των μετοχών της (από 1.000 σε 300.000 δρχ.). Ο θιγόμενος μέτοχος της μειοψηφίας, αρνήθηκε εκβιαστική πρόταση πώλησης των μετοχών του σε τιμή χαμηλότερη τόσο της πραγματικής όσο και της αναμενόμενης από την πλευρά της πλειοψηφίας. Τότε το Δ.Σ. και η Γ.Σ. χρησιμοποιώντας τη δύναμη της πλειοψηφίας αποφάσισαν και πράγματι ενέργησαν την πώληση όλου του ποσοστού του 40% της δεύτερης Α.Ε., περιλαμβανομένων και των μετοχών του θιγόμενου μετόχου σε μια τρίτη Α.Ε. που ίδρυσαν οι μέτοχοι της πλειοψηφίας και της οποίας ήταν και οι μόνοι μέτοχοι, αποκλείοντάς τον έτσι από τη νέα εταιρία, προκειμένου να καρπωθούν οι ίδιοι αποκλειστικά το οικονομικό όφελος που θα προέκυπτε από την αύξηση της αξίας της εταιρικής περιουσίας.    

 

Παρόλο που η όλη διαδικασία ήταν νομότυπη και νομιμοφανής, η συμπεριφορά της πλειοψηφίας θεωρήθηκε από τον Άρειο Πάγο αντίθετη στα χρηστά ήθη, με την έννοια που την αντιλαμβάνεται ο μέσος κοινωνικός άνθρωπος, σκεπτόμενος με φρόνηση και σύμφωνα με το κοινό συναίσθημα και την κοινωνική ηθική, λαμβάνοντας υπόψη τα κίνητρα και το σκοπό των υποκειμένων αυτής της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού, καθώς και όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις.

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα όργανα της (πρώτης) εταιρίας, Δ.Σ. και Γ.Σ., με πρόθεση και με τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, ματαίωσαν τη βάσιμη προσδοκία και πιθανότητα του θιγόμενου μετόχου να αποκτήσει κάποια δικαιώματα ή κάποια αγαθά. Επομένως αυτός δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση τη διαφορά από την αύξηση της αξίας των μετοχών του και επιπλέον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.   

 


Ti πρέπει να γνωρίζουν εργοδότες-εργαζόμενοι σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων

14 Ιουνίου 2007

Κατ’ αρχήν η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων (υποψήφιων, νυν και πρώην) επιτρέπεται μόνο και αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και εφόσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της κάθε πλευράς που θεμελιώνονται σε αυτή τη σχέση. Οι σκοποί αυτοί πρέπει να είναι σαφείς και καθορισμένοι, δηλαδή πρέπει να είναι εκ των προτέρων γνωστοί στους εργαζομένους και κατανοητοί από αυτούς. Η συλλογή ή/και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων για σκοπούς που δεν αφορούν άμεσα ή έμμεσα τη σχέση απασχόλησης απαγορεύονται και μάλιστα η απαγόρευση ισχύει έστω και αν δώσει τη συγκατάθεσή του ο εργαζόμενος, λόγω της αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο ελεύθερα παρείχε τη συγκατάθεση στα πλαίσια της σχέσης εξάρτησης στην οποία ενυπάρχει εγγενής ανισότητα των μερών.

Τα δεδομένα αυτά πρέπει να συλλέγει ο υπεύθυνος συλλογής και επεξεργασίας μόνο από τον ίδιο τον εργαζόμενο και όχι από τρίτους. Η συλλογή δεδομένων από τρίτους (πχ. συστάσεις) είναι θεμιτή μόνο σε ειδικές περιπτώσεις που καθορίζονται από τον επιδιωκόμενο σκοπό (πχ. όταν πρόκειται να προσληφθεί βρεφονηπιοκόμος ή ταμίας) και μόνο κατόπιν ειδικής ενημέρωσης του εργαζομένου (ή του υποψηφίου) για τους σκοπούς της συλλογής, για τις πηγές αναζήτησης πληροφοριών και για το είδος των πληροφοριών.

Η συλλογή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (ποινικές καταδίκες, θέματα υγείας, κλπ.) είναι θεμιτή και νόμιμη μόνο εφόσον το είδος των δεδομένων συνδέεται άμεσα με τη συγκεκριμένη απασχόληση και είναι απολύτως αναγκαία στο συγκεκριμένο πλαίσιο (πχ. ποινικό μητρώο για εργαζομένους που διαχειρίζονται χρήματα, ιατρικές εξετάσεις για εργαζόμενους σε παιδικούς σταθμούς, εστιατόρια, ξενοδοχεία κλπ.).

Η χρήση συστημάτων ελέγχου και παρακολούθησης (κλειστά κυκλώματα βινετοσκόπησης, ηχοσκόπησης και συναφών) στους χώρους εργασίας επιτρέπεται εφόσον είναι αναγκαία για την ασφάλεια των χώρων αυτών, για την προστασία προσώπων εργαζομένων ή μη που βρίσκονται στους χώρους αυτούς και για την προστασία περιουσιακών αγαθών. Η συλλογή προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων μέσω της χρήσης αυτών των συστημάτων πρέπει να περιορίζεται στα δεδομένα που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και να μην επεκτείνονται στην προσωπική συμπεριφορά στα προσωπικά χαρακτηριστικά ή στις προσωπικές εσωτερικές και εξωτερικές επαφές των εργαζομένων. Πρέπει επίσης να προβλέπεται η ύπαρξη χώρων που δεν ελέγχονται ούτε παρακολουθούνται. Οι δε εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται για τη χρήση των μεθόδων αυτών, για το σκοπό της χρήσης τους, για τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά των μεθόδων αυτών και για το ποια θα είναι τα πρόσωπα στα οποία τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται ή θα διαβιβαστούν.

Τα δικαιώματα των εργαζομένων σχετικά με τα προσωπικά τους δεδομένα είναι:

1. Το δικαίωμα ενημέρωσης. Το δικαίωμα ενημέρωσης θεμελιώνει και αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη ως υπεύθυνου συλλογής και επεξεργασίας να ενημερώνει τον εργαζόμενο

α) για την ταυτότητα του ίδιου του υπεύθυνου και του εκπροσώπου του που διαχειρίζεται τα στοιχεία αυτά,

β) για το σκοπό της επεξεργασίας, ότι αυτή δηλαδή γίνεται στα πλαίσια της εργασιακής σχέσης και μόνο σε αυτά,

γ) ποιοι είναι οι αποδέκτες και οι κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων (φυσικά, νομικά πρόσωπα, δημόσιες αρχές, υπηρεσίες, οργανισμοί, στους οποίους ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα) και τα οποία προκύπτουν είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση εργασίας,

δ) ότι ο εργαζόμενος έχει όλα τα δικαιώματα που αναφέρονται εδώ,

ε) ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να παράσχει τη συνδρομή του στην επεξεργασία των δεδομένων και

στ) ποιες θα είναι οι συνέπειες της άρνησής του που προβλέπονται είτε από την εργασιακή σύμβαση είτε από το νόμο.

2. Το δικαίωμα πρόσβασης. Είναι το δικαίωμα του εργαζομένου να γνωρίζει κάθε φορά το περιεχόμενο του προσωπικού του φακέλου, ποια δηλαδή από τα προσωπικά του δεδομένα αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Πιο συγκεκριμένα ο εργαζόμενος δικαιούται να λαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) όλα τα δεδομένα που τον αφορούν και την πηγή προέλευσής τους (π.χ. το ότι ο εργαζόμενος επεδείκνυε αμελή συμπεριφορά ορισμένη ώρα και μέρα πρέπει να συνοδεύεται και από την πηγή της πληροφόρησης (βιντεοσκόπηση, άμεση γνώση από τον εργοδότη ή αντιπρόσωπό του ή άλλο υπάλληλο, κλπ.)

β) τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες και τις κατηγορίες αυτών

γ) την εξέλιξη της επεξεργασίας από προηγούμενη ενημέρωση, τι προστέθηκε και τι αφαιρέθηκε και

δ) τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, εάν ασκούνται από ειδικό.

3. Το δικαίωμα αντίρρησης. Πρόκειται για το δικαίωμα του εργαζομένου να ζητήσει οποτεδήποτε από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων που τον αφορούν, όχι όμως των δεδομένων που συλλέγονται νόμιμα ή από τη σύμβαση αλλά εκείνων των δεδομένων που είναι πέρα από τους νόμιμους ή συμβατικούς σκοπούς (π.χ ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή περιστατικών που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, διόρθωση λανθασμένων στοιχειών (όνομα, ηλικία, χρόνο υπηρεσίας, κλπ., την προσωρινή μη χρησιμοποίηση στοιχείου μέχρι να κριθεί αρμοδίως η βασιμότητά του, τη μη διαβίβαση σε τρίτο που δεν αναφέρεται στο νόμο ή στη σύμβαση, κλπ.). Το σχετικό αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι υποχρεωμένος να απαντήσει μέσα σε 15 μέρες. Αν δεν απαντήσει ή η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική, ο εργαζόμενος δικαιούται να προσφύγει στην Αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων.

4. Το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Όταν η επεξεργασία είναι αυτοματοποιημένη και αποβλέπει στην αξιολόγηση της προσωπικότητάς του και ιδίως της αποδοτικότητάς του στην εργασία και την εν γένει συμπεριφορά του, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να ζητήσει την άμεση αναστολή ή μη εφαρμογή πράξης ή απόφασης που τον θίγει.

Οποιαδήποτε παράβαση των παραπάνω συνεπάγεται κυρώσεις διοικητικές (προειδοποίηση, πρόστιμο, ανάκληση άδειας, καταστροφή αρχείο), ποινικές (φυλάκιση, χρηματική ποινή, κάθειρξη), αλλά και αστική αποζημίωση του εργαζομένου.

Πηγή: Νόμος 2472/1997 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και Οδηγία 115/2001 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα


ΣΥΣΤΑΣΗ στις τράπεζες από το Συνήγορο του Καταναλωτή

6 Ιουνίου 2007

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή, είναι μία Ανεξάρτητη Αρχή επιφορτισμένη με την συναινετική εξωδικαστική επίλυση καταναλωτικών διαφορών, έχοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα να προβαίνει σε συστάσεις και υποδείξεις προς τους προμηθευτές, ιδίως όταν από την επιχειρηματική συμπεριφορά τους θίγεται μεγάλος αριθμός καταναλωτών.

O Συνήγορος του Καταναλωτή έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικής ενυπόγραφης αναφοράς, των υποθέσεων της αρμοδιότητάς του με στόχο την εξώδικη επίλυση διαφορών μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών.

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή πρόσφατα απεύθυνε σύσταση προς τις τράπεζες που χορηγούν δάνεια σταθερού επιτοκίου στις συμβάσεις των οποίων συχνά προβλέπεται όρος για καταβολή οικονομικής επιβάρυνσης από το δανειολήπτη σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου, να τροποποιήσουν τις τυποποιημένες δανειακές συμβάσεις σταθερού επιτοκίου ως προς τον σχετικό όρο προς την κατεύθυνση να προκύπτει από αυτόν η αιτία της επιβάρυνσης του δανειολήπτη, ο τρόπος υπολογισμού της επιβάρυνσής του και αναλυτικά τα κριτήρια βάσει των οποίων υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή, χάριν της αρχής της διαφάνειας που συνιστά θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή.

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή αποφάσισε ότι η σύσταση αυτή θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί με στόχο την ταχύτερη και συνολική διευθέτηση του ζητήματος.

Οι λόγοι που οδήγησαν στη σύσταση αυτή είναι ότι σε δανειακές συμβάσεις σταθερού επιτοκίου με τράπεζες που συνάπτει μεγάλος αριθμός πολιτών-καταναλωτών, έχουν παρατηρηθεί τα ακόλουθα:

1) Στις δανειακές συμβάσεις σταθερού επιτοκίου διαπιστώνεται συχνά η ύπαρξη όρου για καταβολή οικονομικής επιβάρυνσης από το δανειολήπτη σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου (π.χ. 2% ή έξι μηνών τόκοι κ.ά. επί του πρόωρα εξοφλούμενου κεφαλαίου).

2) Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική ποσοστιαία αύξηση των επιτοκίων δανεισμού με αποτέλεσμα οι επανατοποθετήσεις των κεφαλαίων από πρόωρα εξοφλούμενα δάνεια να πραγματοποιούνται με ευνοϊκότερους για τις τράπεζες όρους.

3) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 εδ. ια του Ν.2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», καταχρηστικοί ενδεικτικά είναι οι Γ.Ο.Σ. (γενικοί όροι συμβάσεων) που μεταξύ άλλων «ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (…)». Οι παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται, άνευ ετέρου, από το νόμο, ως καταχρηστικοί και αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ. Για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 430/2005). Οι Γ.Ο.Σ. πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Συνεπώς, ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος θα πρέπει να είναι για τον καταναλωτή σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος και ο καταναλωτής θα πρέπει να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την υποχρέωση που αναλαμβάνει ως προς την επιβάρυνση της πρόωρης εξόφλησης, ενώ η διαφάνεια και σαφήνεια θα πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την αιτία της παροχής αλλά και ως προς το περιεχόμενό της.

4) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 372 του ΑΚ «σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλομένους είναι άκυρη».

5) Σύμφωνα με το κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (ΦΕΚ Α΄277/18.11.2002) «τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης 2. Ως προς τις χορηγήσεις η ελάχιστη ενημέρωση αφορά: (…) ix) Τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόωρης εξόφλησης (…) του δανείου, καθώς και τις επιβαρύνσεις, όπου αυτές επιτρέπονται, και τον τρόπο υπολογισμού τους.»

6) Είναι καταχρηστικός ο προδιατυπωμένος από την τράπεζα όρος καταβολής οικονομικής επιβάρυνσης στην περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου που χορηγείται με σταθερό επιτόκιο, ο οποίος όρος δεσμεύοντας οπωσδήποτε είτε από την αρχή είτε μεταγενεστέρως τον καταναλωτή: α. δεν διασαφηνίζει αν πρόκειται για αποζημίωση που σκοπό έχει την κάλυψη πράγματι ζημίας της τράπεζας ή αν πρόκειται για ποινική ρήτρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας. β. Δεν προκαθορίζει εκ των προτέρων εύλογα και ειδικά κριτήρια για τον προσδιορισμό της ζημίας της τράπεζας ή της εκτάσεώς της και επομένως λόγω της αοριστίας αυτής του όρου παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, διότι δεν επιτρέπει στον καταναλωτή να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την υποχρέωση που αναλαμβάνει ως προς την επιβάρυνση της πρόωρης εξόφλησης.

7) Η αξίωση της τράπεζας για καταβολή οικονομικής επιβάρυνσης από την πρόωρη εξόφληση δανείου δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να καταστήσει σαφές στο δανειολήπτη τι ζητά, για ποιο λόγο είναι υποχρεωμένος ο δανειολήπτης να το καταβάλει και πώς υπολογίζεται το ύψος της επιβάρυνσης αυτής, χάριν της αρχής της διαφάνειας του περιεχομένου των συμφωνιών, της τήρησης του άρθρου 372 του ΑΚ και της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002.

8) Η επιβάρυνση που καλείται ο δανειολήπτης να καταβάλει θα πρέπει να είναι εύλογη, αντικειμενική και δίκαιη και να μην υπερβαίνει το ύψος της πραγματικής ζημίας που υφίσταται η τράπεζα από την πρόωρη εξόφληση. Η ζημία που καλείται ο δανειολήπτης να αποκαταστήσει, αν και εφόσον υπάρχει, θα πρέπει να υπολογίζεται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων τα οποία να εκτίθενται αναλυτικά. Κριτήρια υπολογισμού της ζημίας της τράπεζας είναι ο εναπομείναν χρόνος από την πρόωρη εξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, το ύψος των επιτοκίων κατά τη σύναψη και τη λήξη του δανείου, η απαλλαγή της τράπεζας από το λειτουργικό κόστος και το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Επίσης, μία σημαντική παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπόψη στα τοκοχρεωλυτικά δάνεια συνίσταται στον τρόπο υπολογισμού της τοκοχρεωλυτικής δόσης ο οποίος έχει ως συνέπεια την προείσπραξη από την τράπεζα του μεγαλύτερου μέρους των τόκων στην αρχική περίοδο αποπληρωμής του δανείου δεδομένου ότι η εξόφληση του δανειζόμενου κεφαλαίου ακολουθεί μία αύξουσα πορεία σε αντίθεση με την εξόφληση των τόκων του κεφαλαίου της οποίας η πορεία είναι φθίνουσα.

9) Ο προδιατυπωμένος συνεπώς από την τράπεζα όρος υποχρεωτικής καταβολής οικονομικής επιβάρυνσης στην περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου που χορηγείται με σταθερό επιτόκιο, ο οποίος επιτρέπει στην τράπεζα να εισπράττει κατ’αποκοπή ποσό αποζημίωσης σε περίπτωση προεξόφλησης δανείου χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης της ύπαρξης ή της εκτάσεως της ζημίας της τράπεζας από την προεξόφληση, δηλαδή από τον οποίο δεν προκύπτουν αφενός ο λόγος της υποχρέωσης του δανειολήπτη καθώς δεν επιτρέπει στον δανειολήπτη να αντιληφθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό την αιτία της επιβάρυνσής του, εάν δηλ. αυτή αφορά πράγματι αποκατάσταση ζημίας της τράπεζας ή εάν επιβάλλεται ως είδος ποινής από τη στιγμή μάλιστα που δεν επιτρέπεται να μειωθεί στο προσήκον μέτρο ανάλογα με τη ζημία που υφίσταται η τράπεζα από την πρόωρη εξόφληση του δανείου, αφετέρου τα κριτήρια βάσει των οποίων υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή, δηλαδή τον τρόπο υπολογισμού της, κατά τρόπο εύλογο για τον καταναλωτή, καθίσταται χωρίς σπουδαίο λόγο αόριστος και παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας.

10) Με αυτήν την έννοια θα πρέπει να προκύπτει από τον όρο για καταβολή οικονομικής επιβάρυνσης από το δανειολήπτη σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου σταθερού επιτοκίου ο λόγος της υποχρέωσης του δανειολήπτη, ο τρόπος υπολογισμού της επιβάρυνσής του και αναλυτικά τα κριτήρια βάσει των οποίων υπολογίζεται η επιβάρυνση αυτή.

Πηγή: www.synigoroskatanaloti.gr

Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση που οι παραπάνω όροι δεν περιλαμβάνονται στους ειδικούς όρους της τραπεζικής σύμβασης, ο δανειολήπτης-καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη μη πληρωμή της ποινής προεξόφλησης.