Μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης,
χωρίς τη συγκατάθεση του εργαζομένου, επιχειρεί τροποποίηση των
όρων αυτών, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα από τη σύμβαση, τον
νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχείρησης.
Βλαπτική δε μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν αυτή
προκαλεί στον εργαζόμενο άμεσα ή έμμεσα υλική ή και ηθική μόνο
ζημία. Όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται σύμφωνα με τους όρους
της συμβάσεως ή του νόμου, αλλά καθ` υπέρβαση των ορίων που
επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή
οικονομικό σκοπό του δικαιώματος υπάρχει καταχρηστική άσκηση
του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Ειδικότερα ο μονομερής
προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης με
βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του
δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη
αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο
μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην
πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άσχετων με αυτούς
επιδιώξεων του εργοδότη, τότε υπάρχει κατάχρηση του διευθυντικού
δικαιώματος. Και αυτό γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του
δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του, κατά το μέτρο
που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και
τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους.
Στην περίπτωση συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο
εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή
των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού
δικαιώματός του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό
της παροχής της εργασίας, ο μισθωτός μπορεί: α) να αποδεχθεί τη
μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της
αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιβαίνει σε
απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει
τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του
εργοδότη και να αποχωρήσει από την εργασία αξιώνοντας την
καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και γ) να εμμείνει στη σύμβαση
και να ζητήσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Εξάλλου η
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου αποτελεί
δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού και δεν απαιτεί
αιτιολογία. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού δεν είναι
απεριόριστη και ανέλεγκτη, και αν η καταγγελία έγινε καταχρηστικά
είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε. Τέτοια κατάχρηση του
δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη δεν συντρέχει,
όταν η καταγγελία δικαιολογείται από τα καλώς νοούμενα
συμφέροντά του, όπως συμβαίνει όταν έγινε για συμπεριφορά του
μισθωτού που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική
άσκηση της εργασίας του και στις ανάγκες της επιχείρησης.
Πηγή: 913/2006 απόφαση Αρείου Πάγου