Έννοια και περιεχόμενο συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και ανεξάρτητων υπηρεσιών

18 Ιανουαρίου 2008

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες στον εργαζόμενο σχετικά με τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας του καθώς και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου σε αυτές. Η υποχρέωση του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξαρτήσεως, η οποία μπορεί μεν να είναι χαλαρότερη όταν ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλίες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών εξειδικευμένων γνώσεών του, αλλά παραμένει εξάρτηση.

Από την άλλη μεριά, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή στις εντολές και οδηγίες αυτού. Και στη σύμβαση αυτή υπάρχει κάποια δέσμευση αλλά η συμμόρφωση του εργαζόμενου προς τους όρους της συμβάσεώς του σχετικά με τον τόπο ή το χρόνο παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνει εξάρτηση από τον εργοδότη. Γενικά, όταν ο απασχολούμενος δεν τηρεί ωράριο εργασίας, δεν αμείβεται με σταθερό μηνιαίο μισθό, αλλά ανά ώρα απασχόλησης και δεν ασφαλίζεται στο ΙΚΑ, ενώ η πληρωμή του γίνεται με έκδοση θεωρημένων αποδείξεων, τότε μάλλον δεν προκύπτει εξάρτησή του από τον εργοδότη και συνεπώς δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά για παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών.

Ανεξάρτητα από το ποια ονομασία και χαρακτηρισμό θα δώσουν οι συμβαλλόμενοι στη σύμβαση, εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών, το είδος της κρίνεται από το ουσιαστικό της περιεχόμενο και τις πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας.

Το διακριτικό στοιχείο της εξαρτημένης εργασίας είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, που έχει για τον εργαζόμενο συνέπειες που δικαιολογούν την ιδιαίτερη προστασία από το εργατικό δίκαιο, αντίθετα με τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών που διέπεται από το συμβατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο προκύπτει από την εκτίμηση των όρων και συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας.

Και στις δύο περιπτώσεις υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη για γνωστοποίηση της σύμβασης στην επιθεώρηση εργασίας.

Σχετικά η 33/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου