Πρόωρη εξόφληση καταναλωτικών δανείων

28 Φεβρουαρίου 2008

Με νέα πρόταση-οδηγία το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προαναγγέλλει κάποιες μεταβολές στο νομοθετικό πλαίσιο για την καταναλωτική πίστη και ειδικότερα για την πρόωρη αποπληρωμή των καταναλωτικών δανείων.

Σύμφωνα με το νέο κείμενο κατοχυρώνεται κατ’ αρχήν το δικαίωμα του καταναλωτή να αποπληρώνει πρόωρα ανά πάσα στιγμή μέρος ή το σύνολο του καταναλωτικού του δανείου και ταυτόχρονα να απαλλάσσεται πλήρως από το κόστος του δανείου (τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις) για το χρονικό διάστημα μετά την πρόωρη αποπληρωμή.

Παράλληλα όμως με την ίδια πρόταση-οδηγία αναγνωρίζεται και το δικαίωμα των πιστωτικών φορέων να ζητούν αποζημίωση για την πρόωρη αποπληρωμή.

H αποζημίωση αυτή θα οφείλεται από τους δανειζόμενους μόνο στα δάνεια με σταθερό επιτόκιο και όχι στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως ακριβώς ισχύει ήδη και για τα στεγαστικά δάνεια.

Και τέλος η αποζημίωση που θα οφείλεται για την πρόωρη αποπληρωμή δανείων με σταθερό επιτόκιο θα πρέπει:

α) να μην υπερβαίνει το 1% του ποσού της πρόωρης αποπληρωμής εάν ο εναπομένων χρόνος είναι μεγαλύτερος του έτους ή το 0,5% εάν ο εναπομένων χρόνος είναι μικρότερος του έτους και ταυτόχρονα

β) να μην υπερβαίνει το ποσό των συμβατικών τόκων που θα είχε καταβάλλει ο καταναλωτής κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ της πρόωρης αποπληρωμής και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης.

 

Πηγή: Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. 13.11.2007-Αρ. 14 της Κοινής Θέσης του Συμβουλίου για την έκδοση Οδηγίας για τις συμβάσεις πίστωσης που συνάπτονται με τους καταναλωτές και την κατάργηση της Οδηγίας 7/102/ΕΟΚ.

 


Έννοια και περιεχόμενο συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και ανεξάρτητων υπηρεσιών

18 Ιανουαρίου 2008

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες στον εργαζόμενο σχετικά με τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας του καθώς και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου σε αυτές. Η υποχρέωση του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξαρτήσεως, η οποία μπορεί μεν να είναι χαλαρότερη όταν ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλίες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών εξειδικευμένων γνώσεών του, αλλά παραμένει εξάρτηση.

Από την άλλη μεριά, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή στις εντολές και οδηγίες αυτού. Και στη σύμβαση αυτή υπάρχει κάποια δέσμευση αλλά η συμμόρφωση του εργαζόμενου προς τους όρους της συμβάσεώς του σχετικά με τον τόπο ή το χρόνο παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνει εξάρτηση από τον εργοδότη. Γενικά, όταν ο απασχολούμενος δεν τηρεί ωράριο εργασίας, δεν αμείβεται με σταθερό μηνιαίο μισθό, αλλά ανά ώρα απασχόλησης και δεν ασφαλίζεται στο ΙΚΑ, ενώ η πληρωμή του γίνεται με έκδοση θεωρημένων αποδείξεων, τότε μάλλον δεν προκύπτει εξάρτησή του από τον εργοδότη και συνεπώς δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά για παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών.

Ανεξάρτητα από το ποια ονομασία και χαρακτηρισμό θα δώσουν οι συμβαλλόμενοι στη σύμβαση, εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών, το είδος της κρίνεται από το ουσιαστικό της περιεχόμενο και τις πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας.

Το διακριτικό στοιχείο της εξαρτημένης εργασίας είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, που έχει για τον εργαζόμενο συνέπειες που δικαιολογούν την ιδιαίτερη προστασία από το εργατικό δίκαιο, αντίθετα με τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών που διέπεται από το συμβατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο προκύπτει από την εκτίμηση των όρων και συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας.

Και στις δύο περιπτώσεις υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη για γνωστοποίηση της σύμβασης στην επιθεώρηση εργασίας.

Σχετικά η 33/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου


Καταχρηστικοί όροι σε δάνεια από τράπεζες

1 Νοεμβρίου 2007

Όροι σε συμβάσεις δανείων από τράπεζες, με τους οποίους η τράπεζα μπορεί να αναπροσαρμόζει τα επιτόκια χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον πελάτη κριτήρια ειδικά, ορισμένα και εύλογα, είναι άκυροι ως καταχρηστικοί.

Εάν δηλαδή ο όρος επιτρέπει στην τράπεζα να αυξάνει μονομερώς το επιτόκιο ή να μην το μειώνει, κατά τρόπο ακαθόριστο ώστε να μην είναι ξεκάθαρη στον πελάτη η δυνατότητα παρακολούθησης και ελέγχου των αναπροσαρμογών, ο σχετικός όρος είναι άκυρος και εάν βάσει αυτού έχουν πληρωθεί χρήματα, μπορούν να επιστραφούν με σχετική δικαστική απόφαση.

Οι τράπεζες βάσει νόμου, έχουν υποχρέωση να παρέχουν στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες

Σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς, στη σύμβαση πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, και η τράπεζα να παρέχει πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως, π.χ., παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).

Η τράπεζα έχει επίσης υποχρέωση να μην αμελεί να προβαίνει σε ανάλογη προσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου, όταν μειώνεται το γενικό επιτόκιο αναφοράς.


Απαγόρευση κατάσχεσης ακινήτου

1 Νοεμβρίου 2007

Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση από τράπεζες, ακινήτου οφειλέτη από

καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, το οποίο αποδεδειγμένα αποτελεί τη μοναδική κατοικία του, με τις εξής προϋποθέσεις:

α) Να ασκήσει εγκαίρως εντός 15 ημερών ανακοπή κατά της κατάσχεσης

β) Η απαίτηση της τράπεζας να μην υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ (και ήδη 20.000 ευρώ)

γ) να μην έχει εγγραφεί στο ακίνητο αυτό προσημείωση υπέρ της τράπεζας, με τη βούληση του οφειλέτη

δ) ο οφειλέτης να μην έχει εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας για την οποία δεν ευθύνεται.

Πηγή: Νόμος 2121/1994 περί προστασίας καταναλωτών, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα


Διευθυντικό δικαίωμα και μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας

30 Σεπτεμβρίου 2007
Μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης, 
χωρίς τη συγκατάθεση του εργαζομένου, επιχειρεί τροποποίηση των 
όρων αυτών, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα από τη σύμβαση, τον 
νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχείρησης. 
Βλαπτική δε μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν αυτή 
προκαλεί στον εργαζόμενο άμεσα ή έμμεσα υλική ή και ηθική μόνο 
ζημία. Όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται σύμφωνα με τους όρους 
της συμβάσεως ή του νόμου, αλλά καθ` υπέρβαση των ορίων που 
επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή 
οικονομικό σκοπό του δικαιώματος υπάρχει καταχρηστική άσκηση 
του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Ειδικότερα ο μονομερής 
προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης με 
βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του 
δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη 
αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο 
μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην 
πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άσχετων με αυτούς 
επιδιώξεων του εργοδότη, τότε υπάρχει κατάχρηση του διευθυντικού 
δικαιώματος. Και αυτό γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του 
δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του, κατά το μέτρο 
που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και 
τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. 
 
Στην περίπτωση συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο
 εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή 
των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού 
δικαιώματός του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό 
της παροχής της εργασίας, ο μισθωτός μπορεί: α) να αποδεχθεί τη 
μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της 
αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιβαίνει σε 
απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει 
τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του 
εργοδότη και να αποχωρήσει από την εργασία αξιώνοντας την 
καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και γ) να εμμείνει στη σύμβαση 
και να ζητήσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Εξάλλου η 
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου αποτελεί 
δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού και δεν απαιτεί 
αιτιολογία. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού δεν είναι 
απεριόριστη και ανέλεγκτη, και αν η καταγγελία έγινε καταχρηστικά 
είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε. Τέτοια κατάχρηση του 
δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη δεν συντρέχει, 
όταν η καταγγελία δικαιολογείται από τα καλώς νοούμενα 
συμφέροντά του, όπως συμβαίνει όταν  έγινε για συμπεριφορά του 
μισθωτού που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική 
άσκηση της εργασίας του και στις ανάγκες της επιχείρησης.

Πηγή: 913/2006 απόφαση Αρείου Πάγου